Ανκόνα

Ανκόνα
η
Ancona n

Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ανκόνα — (Ancona). Πόλη (98.500 κάτ. το 2001) της ανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.940 τ. χλμ., 447.613 κάτ. το 2001), αλλά και της ευρύτερης περιφέρειας Μάρτσε, στο διαμέρισμα της Κεντρικής Ιταλίας. Είναι χτισμένη στον μυχό ενός… …   Dictionary of Greek

  • Κυριακός ο Αγκωνίτης — (Ανκόνα 1391 – Κρεμόνα 1452). Ιταλός περιηγητής και αρχαιολόγος. Νεότατος άρχισε να ταξιδεύει ως έμπορος σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας. Περιηγήθηκε πολλές φορές την Ιταλία και τις ελληνικές περιοχές (από το 1412 έως το 1449), φτάνοντας έως την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μάρκε — (Marche). Περιοχή (9.694 τ. χλμ., 1.463.868 κατ.) της κεντρικής Ιταλίας, με πρωτεύουσα την Ανκόνα. Στα Α και ΒΑ βρέχεται από την Αδριατική και ΒΔ συνορεύει με τη Δημοκρατία του Αγίου Μαρίνου, την Εμίλια Ρομάνια και την Τοσκάνη, Δ με την Ούμπρια… …   Dictionary of Greek

  • Φαλκονάρα Μαρίτιμα — (Falconara Marittima). Γεωργικό και τουριστικό κέντρο της Ιταλίας στην επαρχία της Ανκόνας, σε απόσταση 9 χλμ. από την πρωτεύουσα. Είναι χτισμένη σε γραφικότατη τοποθεσία, στις ακτές της Αδριατικής θάλασσας και στα Ν των εκβολών του ποταμού Εζίνο …   Dictionary of Greek

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • επιγραφή — Λέξεις ή φράσεις χαραγμένες, γραμμένες, ζωγραφισμένες ή τυπωμένες σε ποικίλα υλικά. Οι αρχαίοι πολιτισμοί άφησαν πολυάριθμες ε. δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα: συνθήκες, ψηφίσματα, απογραφές, καταχωρήσεις πωλήσεων, λογαριασμούς, αναθηματικές ε.,… …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… …   Dictionary of Greek

  • Αγκόνα — Πόλη της Ιταλίας. Βλ. λ. Ανκόνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”